- μετακαρπιοφαλαγγικός
- -ή, -όαυτός που συνδέει το μετακάρπιο με τις φάλαγγες τών δακτύλων («μετακαρπιοφαλαγγικές αρθρώσεις» αρθρώσεις με τις οποίες κάθε δάκτυλος συνάπτεται με το μετακάρπιο).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετακάρπιο + φαλαγγικός (< φάλαγξ, -γγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.